- ερυθρίτης
- I
(Ορυκτ.). Ορυκτό ένυδρο αρσενικό κοβάλτιο, με χημικό τύπο CΟ3(AsO4)2·8H2O. Έχει χρώμα κόκκινο ή τεφρό μαργαριτοειδές, λάμψη μαργαριταριού έως διαμαντιού και παρουσιάζεται σε κρυσταλλικές βελόνες ή ίνες. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, έχει πυκνότητα 3,18 gr/cm3 και σκληρότητα 1,5-2,5 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Οι κρύσταλλοι του ε. είναι συνήθως πρισματικοί. Συχνά έχουν βελονοειδές σχήμα και σχηματίζουν ακτινωτά σχήματα που μοιάζουν με άνθος λουλουδιού. Βρίσκεται στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και ονομάζεται επίσης ώχρα κοβαλτίου.II
Δείγμα ερυθρίτη.
(Χημ.). Τετρασθενής αλκοόλη του τύπου HOCH2-CHOH-CHOH-CH2OH. Ονομάζεται και ερυθριτόλη. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, διαλυτό στο νερό και με σημείο τήξης 120°C. O ανενεργός ε. λαμβάνεται με υδρόλυση της ερυθρίνης (εστέρας του ορκελικού οξέος, που βρίσκεται σε ορισμένα φύκια και λειχήνες). Οι οπτικά ενεργοί ε. (D-ε. και L-ε.) παρασκευάζονται με αναγωγή των αντίστοιχων σακχάρων D-θρεόζης και L-θρεόζης με αμάλγαμα νατρίου. Ο ανενεργός ε. (ή μεσοερυθρίτης) και ο ρακεμικός ε. (μείγμα ίσων ποσοτήτων D και L-ε.) μπορούν να παρασκευαστούν συνθετικά και από το βουταδιένιο.* * *οονομασία τετρασθενούς αλκοόλης.
Dictionary of Greek. 2013.